Γκριμάλντι, άνθρωπος του- — Ανθρώπινη φυλή της παλαιολιθικής εποχής. Ονομάστηκε έτσι από την τοποθεσία κοντά στην οποία βρέθηκαν ανθρώπινα λείψανα μεγάλης ανθρωπολογικής αξίας. Η φυλή του α. του Γ. αντιπροσωπεύεται από τους σκελετούς μόνο δύο ατόμων, ενός αγοριού και μιας… … Dictionary of Greek
Γκριμάλντι, Φραντσέσκο Μαρία — (Francesco Maria Grimaldi, Μπολόνια 1618 – 1663).Ιταλός φυσικός. Καθηγητής των μαθηματικών στο Κολέγιο των Ιησουιτών στην Μπολόνια, ήταν αυτός που ανακάλυψε και περιέγραψε το φαινόμενο της περίθλασης του φωτός. Στο έργο του Φυσικομαθηματική… … Dictionary of Greek
Μονακό — Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Γαλλία σε μήκος 4,4 χλμ. και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα σε μήκος 4,1 χλμ. Tο πρώτο σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1911 και τροποποιήθηκε τον Nοέμβριο του 1917, ίσχυσε έως τις 29 Iανουαρίου του 1959,… … Dictionary of Greek
κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… … Dictionary of Greek
μάντον — (Menton). Πόλη (28.812 κάτ. το 1999) της Γαλλίας στον νομό των Παραθαλάσσιων Άλπεων (Alpes Maritimes). Βρίσκεται κοντά στα γαλλοϊταλικά σύνορα, σε απόσταση 11 χλμ. από το ιταλικό θέρετρο Βεντιμίλια. Πρόκειται για διεθνές τουριστικό κέντρο με ήπιο … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
Αλέσι, Γκαλεάτσο — (Galeazzo Alessi, Περούτζια 1512; – 1572). Ιταλός αρχιτέκτονας. Διδάχτηκε σχέδιο από τον ζωγράφο και αρχιτέκτονα Ιωάννη Καποράλι και αργότερα μαθήτευσε στο εργαστήριο του φίλου του Μιχαήλ Άγγελου, του οποίου η επίδραση στα έργα του A. είναι… … Dictionary of Greek
ανθρωπίδες — (hominidae). Οικογένεια πρωτευόντων θηλαστικών που ανήκει στην υπεροικογένεια των ανθρωποειδών και περιλαμβάνει σήμερα μόνο το γένος άνθρωπος (homo), με μοναδικό είδος τον λογικόέμφρονα (sapiens). Τα κύρια χαρακτηριστικά των α. είναι: εγκέφαλος… … Dictionary of Greek
Αντίμπ — (Antibes). Πόλη (71.000 κάτ. το 2002) και ακρωτήριο της νοτιοανατολικής Γαλλίας στην Κυανή Ακτή. Η Α. ιδρύθηκε από Έλληνες αποίκους (η αρχαία Αντίπολη) και υπήρξε η πρώτη αυτόνομη πολιτεία της Γαλατίας. Τοποθεσία οχυρή, πολλές φορές πολιορκήθηκε… … Dictionary of Greek